- τικτόμενον
- τίκτωbring into the worldpres part mp masc acc sgτίκτωbring into the worldpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τοκώ — (I) άω, Α [τόκος] είμαι ετοιμόγεννη. (II) όω, Α [τόκος] (κατά τον Φώτ.) «τοκούμενον γεννώμενον, τικτόμενον» … Dictionary of Greek